- μαργαρόρριζα
- η , μάργαρος ο , η см. μαργα(ριτα)ρόρριζα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαργαρόρριζα — η βλ. μαργαριταρόρριζα … Dictionary of Greek
μαργαριταρόρριζα — και μαργαρόρριζα, η (Μ μαργαριτόρριζα) μάργαρος, σεντέφι, αλλ. μαργαροκόγχη («ανάμεσα στα συντεφένια θάμπη τής μαργαριταρόρριζας κοιμάται η Μούσα», Γρυπάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + ῥίζα] … Dictionary of Greek