μαργαρόρριζα

μαργαρόρριζα
η , μάργαρος ο , η см. μαργα(ριτα)ρόρριζα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μαργαρόρριζα" в других словарях:

  • μαργαρόρριζα — η βλ. μαργαριταρόρριζα …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρόρριζα — και μαργαρόρριζα, η (Μ μαργαριτόρριζα) μάργαρος, σεντέφι, αλλ. μαργαροκόγχη («ανάμεσα στα συντεφένια θάμπη τής μαργαριταρόρριζας κοιμάται η Μούσα», Γρυπάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + ῥίζα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»